- ανακάρδιο(ν)
- το красное дерево
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανακάρδιο — (anacardium).Επιστημονική ονομασία γένους θάμνων ή δέντρων της οικογένειας των ανακαρδιιδών, ιθαγενών της τροπικής Αμερικής. Τα φυτά αυτά διακρίνονται για τα πολυάριθμα μικρά άνθη τους. Από τα οκτώ είδη του γένους, το α. το δοντικό καλλιεργείται… … Dictionary of Greek
Ανακαρδιίδες — (anacardiaceae).Οικογένεια δενδρωδών και θαμνωδών φυτών, ιθαγενών κυρίως των τροπικών περιοχών. Μερικά είδη φυτρώνουν και βορειότερα. Έχουν φύλλα πτεροειδή και άνθη μικρά, διγενή ή μονογενή δίοικα. Ο καρπός τους είναι δρύπη με ρητινώδες… … Dictionary of Greek